φεψάλυξ

φεψάλυξ
φεψάλυξ
spark
masc nom/voc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • φεψάλυξ — υγος, ὁ, Α (ποιητ. τ.) 1. φέψαλος* 2. μτφ. ίχνος («ἀλλ οὐδὲ μοιχοῡ καταλέλειπται φεψάλυξ», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < φέψαλος + επίθημα υξ, υγος (πρβλ. πομφόλ υξ)] …   Dictionary of Greek

  • φεψαλύγων — φεψάλυξ spark masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φεψάλυγες — φεψάλυξ spark masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φεψάλυγος — φεψάλυξ spark masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταρβάλυξ — υγος, ὁ, Α ταρακτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < τάρβος «φόβος» + εκφραστικό ένθημα λ και ουρανικό επίθημα υγ ς (πρβλ. πομφόλυξ, φεψάλυξ)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”